- τρανσαμινάση
- η, Ν(βιοχ.) ένζυμο το οποίο επιτελεί την τρανσαμίνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. transaminase < transamination < λατ. trans «πέρα, πάνω από κάτι» + amination < amin- (βλ. λ. αμίνες)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρανσαμίνωση — η, Ν (βιοχ.) αντίδραση κατά την οποία επιτελείται, με τη βοήθεια τού ενζύμου τρανσαμινάση, η μεταφορά μιας ακετυλομάδας από ένα χημικό σώμα σε άλλο, αλλ. μεταμίνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. transamination < trans (< λατ. trans «πέρα, πάνω από… … Dictionary of Greek